- ἀνασχετικός
- ἀνασχετικόςenduringmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανασχετικός — ή, ό (Α ἀνασχετικός, ή, όν) ο ικανός ή κατάλληλος να φέρει ανάσχεση, αναχαίτιση, σταμάτημα αρχ. αυτός που εγκαρτερεί, υπομονητικός … Dictionary of Greek
ανασχετικός — ή, ό κατάλληλος να συγκρατεί, να σταματά: Ο γιατρός έδωσε φάρμακο ανασχετικό της αιμορραγίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάσχεση — η (Α ἀνάσχεσις) νεοελλ. αναχαίτιση, συγκράτηση, σταμάτημα αρχ. 1. ανοχή, εγκαρτέρηση 2. ανέβασμα, άνοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανέχω. ΠΑΡ. ανασχετικός] … Dictionary of Greek
κατερυκτικός — κατερυκτικός, ή, όν (Α) [κατερύκω] πάπ. αυτός που περιορίζει, που αναχαιτίζει, ανασχετικός … Dictionary of Greek
κατασταλτικός — ή, ό επίρρ. ά ανασταλτικός, ανασχετικός, αυτός που μπορεί να καταστέλλει: Ενέργησε σαν μια κατασταλτική δύναμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)